ξανάνιωμα

ξανάνιωμα
το [ξανανιώνω]
1. αναζωογόνηση, ανανέωση
2. η επιστροφή τών χαρακτηριστικών τής νεότητας στον γηράσκοντα οργανισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανήβησις — ἀνήβησις, η (Μ) [ήβησις] το ξανάνιωμα, η δεύτερη νεότητα …   Dictionary of Greek

  • ανανέωση — (Νομ.).Σημαίνει σύμβαση με την οποία καταργείται μία ενοχή και στη θέση της εισάγεται μια νέα. Μπορεί να αλλάζει και ένα από τα πρόσωπα των αρχικών συμβαλλομένων, μπορεί και όχι. Για να είναι η α. ισχυρή, πρέπει να έχει κάποιον σκοπό που να… …   Dictionary of Greek

  • ανηβητήριος — ἀνηβητήριος, α, ον (Α) [ηβητήρ] αυτός που φέρνει ξανάνιωμα, αναζωογονεί, ανανεώνει …   Dictionary of Greek

  • ξανάνιωση — η [ξανανιώνω] ξανάνιωμα, ανανέωση, αναγέννηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”